- υπερωριακός
- fazla mesai
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υπερωριακός — ή, ό, Ν [υπερωρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις υπερωρίες («υπερωριακή απασχόληση») … Dictionary of Greek
υπερωριακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υπερωρία: Υπερωριακή εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)